- στύμματι
- στύ̱μματι , στῦμμαastringentneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στύμμα — (I) το, Ν [στύβω] ό,τι απομένει από στυμμένο φρούτο. (II) ύμματος, τὸ, Α [στύφω] 1. καθετί που χρησιμοποιείται για τη στερεοποίηση υλικών, ιδίως ύλη κατάλληλη για την πήξη ελαίων και μύρων προκειμένου να διατηρήσουν το άρωμά τους για μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek